μισοσώματος

μισοσώματος
μισοσώματος, -ον (Α)
αυτός που μισεί το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + σῶμα, σώματος (πρβλ. φιλο-σώματος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μισοσωμάτους — μισοσώματος hating the body masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”